- ορσοτρίαινα
- ὀρσοτρίαινα, ὁ (Α)(δωρ. τ.) αυτός που πάλλει, που κινεί την τρίαινα («ὀρσοτρίαινα δ' ἐπ' Ἰσθμῷ ποντίᾳ ἅρμα... τανύειν», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσο-, κατά τα σύνθ. σε ὀρσι- (βλ. λ. όρνυμι), με συνδετικό φωνήεν -ο- + τρίαινα].
Dictionary of Greek. 2013.